- θορυβώ
- (ΑΜ θορυβῶ, -έω)1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον3. παθ. θορυβούμαι, -έομαιταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώνεοελλ.μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου, δημιουργώ εντυπώσειςαρχ.1. φωνάζω επιδοκιμαστικά2. επευφημώ, επικροτώ3. δείχνω τη δυσαρέσκεια μου με θόρυβο4. παθ. υφίσταμαι επίκριση, υφίσταμαι κατακραυγή από κάποιον5. φρ. «θορυβῶ προς τινας» — εξεγείρω, προτρέπω, παρακινώ κάποιουςβ. «θορυβοῡμαί τινι» — ανησυχώ για κάτι ή για κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < θόρυβος. ΠΑΡ αρχ. θορύβηθρον, θορυβητικόςνεοελλ.θορύβηση, θορυβητό.ΣΥΝΘ. καταθορυβώ, υπερθορυβώαρχ.αναθορυβώ, διαθορυβώ, εκθορυβώ, ενθορυβώ, επιθορυβώ, συνεπιθορυβώ, συνθορυβώ, υποθορυβώ].
Dictionary of Greek. 2013.